Φωτογραφίες από τα βιβλία μου και την 'Αμυγδαλιά'

Όλα τα βιβλία της Τ. Μπούτου, επιλεγμένα τεύχη από τα Πειραϊκά Γράμματα, θεατρικές παραστάσεις, εκδηλώσεις, βραβεύσεις κ.α

.

.

.

Μικρό απόσπασμα από το νέο μου βιβλίο «Η Κίνα του 1978, Το μεγάλο ταξίδι της ζωής μου», από τις εκδόσεις Vivliologia (2015)

Κριτικές και αναφορές στο έργο της Τούλας Μπούτου

δείτε κι άλλες κριτικές εδώ

.

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Ουδέν κακόν…



Ναι. Είναι αλήθεια πως τα ρητά των αρχαίων προγόνων μας είναι αποστάγματα σοφίας και λαμπερής αλήθειας.
Μέσα σ’αυτή την πρωτοφανέρωτη παγκόσμια αναταραχή που βιώνουμε και που βέβαια κάθε χώρα, κάθε λαός και κάθε ανθρώπινο πλάσμα τη ζει και προσπαθεί να βρει τη λύση, την διέξοδο, να μαντέψει και να πράξει ανάλογα με την όποια εξέλιξη – σιγά-σιγά και «ανεπαισθήτως» και άλλα παράξενα μας κινούν την προσοχή, μας αφήνουν έκπληκτους ν’ατενίζουμε και μια κάποια άλλη όχθη…
Σα ν’ανοίγει ένα κρυμμένο ως τώρα μονοπάτι, παραμερίζοντας αγκαθόκλαδα, πέτρες μικρές αδιάβατες, συρματοπλέγματα της απελπισίας και της άρνησης… Ένας ούριος άνεμος σα να φυσά κάποιες στιγμές κόντρα στις αναθυμιάσεις. Κάποια δροσερή ανάσα στιγμής στα μαραμένα στήθη… Ο καθένας γύρισε προς τον διπλανό του, αυτόν που στην ίδια πορεία της απελπισίας κινούσε τα βήματά του. Άπλωσε το χέρι, άγγιξε κάποιο χέρι πιο παγωμένο. Καθρέφτισε τη ματιά του στα μάτια που προσπερνούσαν γεμάτα κατήφεια. Μια νεογέννητη, απρόσμενη, καλόδεχτη σκέψη: «Τόση δυστυχία τριγύρω, πρέπει να βοηθήσουμε αυτούς που υποφέρουν περισσότερο». Παιδικά χαμόγελα που πάγωσαν… Στόματα που ξεράθηκαν από δίψα. Καρδιές που χάνουν παλμούς… Θα φτάσουν στον στερνό. Να ανάψουμε ένα φως, όσο μικρό, να παλέψει κάποιο από το σκοτάδι…
Είναι δυνατόν ν’αγνοούμε; Στην ατελείωτη σειρά της αναμονής σε κάποια τράπεζα, υπηρεσία, σημείο κάποιας παροχής… ακούστηκαν «περάστε μπροστά, δεν πειράζει, αφού δεν μπορείτε»… Περάστε… Πάρτε…
Ακόμα κι ένα χαμόγελο αλληλεγγύης – συμπόνιας – συμπαράστασης… Όλοι είμαστε συνάνθρωποι! Να σηκώσουμε το λιθαράκι εκείνο που μπορεί ο καθένας μας να σηκώσει. Συνάνθρωποι! Γινόμαστε ένα! Ένα! Πλάσμα που κινδυνεύει, ας γλιτώσουμε τον παρασυρμένο από το ρεύμα της απώλειας… Να κρατήσουμε, να ζεστάνουμε τον συνοδοιπόρο.
Δεν ξεχνάμε τις αγριάδες των καιρών… Τα κακά ένστικτα που θεριεύουν στη δίνη της ανασφάλειας, όχι, δεν τα αγνοούμε. Όμως, η διελκυστίνδα καλά κρατεί. Χίλιοι οι τρόποι για ν’ανατρέψουμε την κατηφόρα της συμφοράς, η Φαντασία βρίσκει κι άλλους κάθε μέρα! Θα τον γυρίσουμε πίσω τον Ήλιο! Ναι! Σίγουρα ναι!
Οι ευχές για τα Χριστούγεννα και τον καινούργιο χρόνο που καταφθάνει απτόητος, θα είναι πιο «αντικρυστές», πιο «ζεστές», πιο «σκεπτόμενες», πιο «πικροχαμογελαστές» τούτη τη φορά.


Δημοσιεύτηκε και στην ημερήσια εφημερίδα του Πειραιά, Ο Δημότης.

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

Χρόνος και Ζωή




Κρόνος και Χρόνος τα παιδιά τους λεν τα τρώνε
Και παραλλάζουν την πορεία της Ζωής.
Μα τι τα θέλεις, η αξία μιας Ανθρώπινης Στιγμής
μπορεί ν’αντιπαλεύει τους Αιώνες

Έχει στιγμές ο Χρόνος, ώρες η ζωή
που ξεχωρίζουν τόσο στη Μονοτονία
μας πλημμυρούν Αγάπη, Ελπίδα, Αισιοδοξία
και αλατίζουν την ανούσιά μας βιοτή.

Κι άσ’τα ρολόγια να σαλπίσουν βήμα ‘Εμπρός’
καθώς στον κύκλο πάνε κι έρχονται ολοένα
Κι ας μην το μπόρεσε ποτέ! Κανένα!
να πλάσει απ’το Χτες ένα αιώνιο Παρόν!

Όμως με σεβασμό στους χτύπους της καρδιάς τους
που μας θυμίζουν πώς διαβαίνει ο καιρός
εμείς ν’αδράχνουμε όση Χαρά και Φως
βολεί να κλέψουμε απ’την περπατησιά τους.


Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011


Το ρολόι σου

Το ρολόι σου…
Δεμένο στο χέρι μου
Προσπαθώντας
να μου μιλήσει για Χθες
παραπάτησε στο σήμερα
κι έμεινε βουβό.
Ακούνητο.
ν’αφουγκράζεται
τις βυθισμένες Ώρες.

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011


Όταν η απελπισία οδηγεί στην ελπίδα

Κώστα Γεωργουσόπουλου


Στήλη «θεατρική κριτική»
Τα Νέα, Δευτέρα 14/11/2011



Υπάρχουν μερικοί ηθοποιοί μας που κουβαλούν μια, για μένα τουλάχιστον, ένδοξη παράδοση λαϊκού θεάτρου, ενώ οι ίδιοι έχουν σπουδάσει συχνά δίπλα σε αξιόλογους δασκάλους, ακόμη και σε μεταπτυχιακό στάδιο στο εξωτερικό. Το λαϊκό μας θέατρο είναι προϊόν εποχών όπου έλειπε η θεατρική επαγγελματική εκπαίδευση, κυριαρχούσε η θεατρική αλληλοδιδακτική και μεγαλουργούσαν οι «ασπούδαχτοι» λεγόμενοι ηθοποιοί. Ανάμεσά τους ο Παντόπουλος, ο Βεάκης, η Κοτοπούλη, η Κυβέλη και παλαιότερα η Παρασκευοπούλου, η Βερώνη, ο Νέζερ κτλ. Και ο Μινωτής χωρίς ειδική εκπαίδευση, από ερασιτεχνικές εμπειρίες ανέβηκε στη σκηνή. Αυτά τα υποκριτικά θηρία μια γενναία παράδοση που τροφοδότησε τη νεοελληνική σκηνή έως περίπου τα μέσα του εικοστού αιώνα.
    Οι λαϊκοί αυτοί θεατρίνοι έχουν σχεδόν χαρισματική στόφα. Αυτοσχεδιάζουν, περνούν με άνεση από στυλ σε στυλ, από εποχή σε εποχή, από τη φάρσα στο μελόδραμα και από την επιθεώρηση και την οπερέτα στον Αριστοφάνη, τον Μολιέρο και τον Πιραντέλο. Ένας τέτοιος ηθοποιός είναι και ο Μανώλης Δεστούνης. Με γερές θεατρικές σπουδές και μετεκπαίδευση στην Αγγλία, ευδοκιμεί για χρόνια παράλληλα με τις εμφανίσεις του σε «σοβαρά» επαγγελματικά σχήματα του κέντρου (έχει συνεργαστεί από τον Μυράτ έως τη Λαμπέτη και από τον Ηλιόπουλο έως την Καλουτά), διαπρέπει στο λαϊκό ρεπερτόριο, στο περιοδεύον σημερινό μπουλούκι. Και γνωρίζουν όσοι με παρακολουθούν χρόνια πόσο τιμώ το σπουδαίο αυτό θεατρικό ιδίωμα. Έχω δεν τον Δεστούνη σε όλες τις ποικίλες μεταμορφώσεις του, στην Αθήνα αλλά και σε επαρχιακά παλκοσένικα. Πάντα ακριβής, επαγγελματικά άψογος, κυρίαρχος των μέσων του. προικισμένος με μια περσόνα Μπάστερ Κίτον, χορεύει, τραγουδά, διανύει τον δρόμο από το μελό στην εξτραβαγκάντσα και το γκροτέσκο με την άνεση αναπνοής, ενώ συγχρόνως με το ευέλικτο, λιπόσαρκο σώμα του συγκροτεί κώδικες της μεγάλης θεατρικής γλώσσας όλων των εποχών. Γνωρίζει την κομέντια ντελ άρτε, τον Μολιέρο, το ρωσικό θέατρο και τον λαϊκό Ντάριο Φο.
   Φέτος στο θεατράκι «Στούντιο Κυψέλης» αποπειράται μια ενδιαφέρουσα σύνθεση με δυο εκτενή μονόπρακτα. Το πρώτο γραμμένο από την Τούλα Μπούτου με τον τίτλο «Το τελευταίο τρένο» είναι η συνάντηση δυο συνανθρώπων μας, ενός μοναχικού και ενός θύματος της κοινωνικής βίας. Ο μοναχικός άντρας, που αισθάνεται περιττός, απορριμμένος, ματαιωμένος, καταθλιπτικός στα πρόθυρα της εξόδου από τον βίο που τον έχει απαξιώσει, προσφέρει στέγη και προστασία σε μια γυναίκα έρμαιο στα χέρια κάποιων εμπόρων λευκής σάρκας και ναρκωτικών.
   Οι δυο αυτοί, για διαφορετικούς λόγους παρίες και αποσυνάγωγοι, βρίσκουν διαύλους επικοινωνίας, ανταμώνουν στην υπνώττουσα τρυφερότητά τους και αποφασίζουν να αρχίσουν μια νέα ζωή. Ρομαντισμός και μελόδραμα, θα πείτε. Ο Δεστούνης στον μοναχικό άντρα και η νεαρά Μαργαρίτα Μίλλερ στον ρόλο της πανικόβλητης παραστρατημένης, με τη σκηνοθετική οδηγία του πρώτου, έφτιαξαν ένα συμπαθητικό ντουέτο με σωστούς ρυθμούς, εσωτερική ζωή και αμοιβαία κατανόηση και βαθμιαία πορεία προς την περιοχή όπου η απελπισία μεταποιείται σε ελπίδα μέλλοντος και σωτηρία ψυχής. Στο δεύτερο μονόπρακτο, μονόλογο, ο Δεστούνης αξιοποιεί ένα κείμενο του πρόσφατα χαμένου καλού συγγραφέα και ηθοποιού Βασίλη Ανδρεόπουλου που το είχε γράψει ειδικά για τον Δεστούνη, αλλά δεν πρόλαβε να το χαρεί στη σκηνή. Στον μονόλογο ο ηθοποιός υποδύεται έναν «τελετάρχη» κηδειών που περιφερόμενος στην Αθήνα αναθυμάται τη ζέουσα κάποτε πόλη, την ανθρωπιά της, τη χαρά της δημιουργίας, το λαϊκό χιούμορ και την αλληλεγγύη. Τώρα κυκλοφορεί μέσα σε μια πόλη έρημη, νεκρή, σκοτωμένη και ουσιαστικά της ετοιμάζει την εκφορά.
  Ο Δεστούνης είχε την πίκρα και την απαισιοδοξία του προδομένου ανθρώπου που τον πληγώνει η Ελλάδα όπου κι αν ταξιδεύει.
    Ο Γιάννης Χριστόπουλος που χορογράφησε τα μονόπρακτα έπαιξε με χιούμορ ένα ρολάκι, ο Ζακ Ιακωβίδης πάντα εμπνευσμένος με τις μουσικές του γέφυρες και η Γιοβάννα Πρασίνου που οργάνωσε όψη και κοστούμια συμπληρώνουν την καλή δουλειά.

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

    Η  Τ ο ύ λ α   Μ π ο ύ τ ο υ   
   και ο  Μ α ν ώ λ η ς   Δ ε σ τ ο ύ ν η ς   

παρουσιάζουν

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΡΕΝΟ
της Τ. Μπούτου

Ο ΤΕΛΕΤΑΡΧΗΣ
του Βασ. Ανδρεόπουλου

στο θέατρο

ΣΤΟΥΝΤΙΟ ΚΥΨΕΛΗΣ
(Σπετσοπούλας 9 και Κυψέλης)

Τηλ:   6945262890    2104297631 


Παραστάσεις: ΤΕΤΑΡΤΗ   μ.μ  -  ΠΕΜΠΤΗ  9  μ.μ

  Σε σκηνοθεσία Μανώλη Δεστούνη  

Μουσική: Ζακ Ιακωβίδη
Σκηνικά - κοστούμια: Γιοβάννας Πρασίνου
Φωτισμοί: Λέων Εσκενάζη
Χορογραφίες: Γιάννη Χριστόπουλου

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011

Ανησυχίες, απορίες… προσδοκίες




E
ίναι φορές που αναρωτιόμαστε, είναι δυνατόν να μας προέκυψε μια τόσο πρωτοφανέρωτη εποχή και αλήθεια, μια καθημερινότητα τόσο μα τόσο διαφορετική, τόσο οριστικά απομακρυσμένη από κείνη που ζούσαμε το όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, μερικές δεκαετίες πίσω; Την εποχή των δικών μας νεανικών χρόνων… Σήμερα προσπαθούμε, εμείς οι παλιότεροι, να χωρέσουμε, να βρούμε το βήμα μας μέσα σε έναν πρωτόγνωρο κόσμο. Η τεχνολογία που μπήκε τόσο ορμητικά και καθοριστικά στη ζωή μας, πόσο ρόλο έπαιξε; Εκεί, στο δεύτερο κυρίως μισό του 20ου αιώνα πραγματοποίησε άλματα –άνοιξε δρόμους- συμπλήρωσε κενά και έφερε τόσα ‘καινά δαιμόνια’ στον κόσμο μας όσα δεν είχαν φέρει πολλοί προηγούμενοι αιώνες, όλοι μαζί.
            Κατόρθωσε να εισχωρήσει και στο πετσί μας. Καινούργια γνωρίσματα ανθρώπων, συνήθειες, κοινωνικές βάσεις, ‘πιστεύω’ πρωτόγνωρα και αμφιλεγόμενα.
            Ένα ‘θέατρο του παραλόγου’ παίζεται σε πάμπολλες εκδηλώσεις της ζωής μας σήμερα. Ένα ατελείωτο και διαρκώς ανανεούμενο θέατρο με απίθανες σκηνές που η μία συνεχίζει την άλλη, συμπληρώνει, ανατρέπει, έτσι στα γρήγορα.
            Η ‘κοινή λογική’ όπως ονομάζαμε τα γενικώς επικρατούντα, τα στην πλειοψηφία τους αποδεκτά, έχει τόσο διαταραχθεί που δεν ξέρουμε πια που αρχίζει, ως που μπορεί να φθάνει, που να μας οδηγήσει. Τι μας περιμένει ακόμα και στο κοντινό αύριο να δούμε και να βιώσουμε.
            Ανοίγουμε την εφημερίδα, που να πρωτοακουμπήσουμε το βλέμμα, τι προέχει να κρίνουμε, να συγκρατήσουμε, να δεχθούμε έστω με δυσκολία. Και πάντα στο τέλος μια πικρή γεύση ν’απομένει στο στόμα. Υπερέχουν τα αποκαρδιωτικά νέα. Κι ας σπάνε τη μονοτονία τους και μερικά φωτεινά διαλείμματα, όπως κάποια ιατρικά βήματα για θεραπείες σκληρών νοσημάτων, κάποιες πράξεις –εξαιρέσεις ανθρώπων με την σωστή υπόσταση του κορυφαίου σε διανόηση πλάσματος πάνω στον πλανήτη, κάποια τεχνολογικά επιτεύγματα που κάνουν ευκολότερη τη δύσκολη ζωή μας. Κάποιες στιγμές τέχνης και διανόησης…
Είχαμε –για πάρα πολλά χρόνια – μια κατασταλαγμένη άποψη για τις Σκανδιναβικές χώρες. Ζηλεύαμε την αδιατάρακτη ευημερία τους, να μην γνωρίζουν πολέμους και βία, και οικονομικούς κλυδωνισμούς (όπως βέβαια και άλλες χώρες εκτός της Ευρώπης). Και ξαφνικά μια είδηση: Ο 32χρονος Νορβηγός Άντερς Μπρέιβικ, να σηκώνει το όπλο και να παίρνει ζωές – πάνω από 70 ανθρώπων αθώων, ασχέτων  τελείως με τη δική του παρουσία και δράση.
Περιμέναμε ίσως ν’ακούσουμε τη λέξη ‘παραφροσύνη’ που θα αποτελούσε μια τραγική μα πειστική δικαιολογία. Όμως όχι! ‘Ανήκε στο κόμμα της Προόδου’, ‘Είπε και μερικά σωστά πράγματα στην απολογία του ο ακροδεξιός εγκληματίας’, έγραψαν κάπου. ‘Σκιές πίσω από την ευημερία’ έγραψαν άλλοι. Προφυλακισμένος, και αν καταδικαστεί σε ισόβια (αυτό μεταφράζεται σε 21 χρόνια φυλακή), μπορεί να πάει και στο νέο οίκημα των φυλακών του Όσλο (25 εκ. € στοίχισε η ανέγερσή του), όπου, όπως διαβάσαμε, δεν υπάρχουν κάγκελα στα παράθυρα για να μην πλήττει ο φυλακισμένος στο δωμάτιό του (πρώην κελί) με όλες τις απαραίτητες ανέσεις. Η αυλή με ψηλό μαντρότοιχο βέβαια, όμως τελείως σκεπασμένο από περικοκλάδες και λουλούδια για να τον αντέχει ο ΄φιλοξενούμενος’ κατάδικος. Επάνω του δε, εκτός των άλλων, θα μπορεί να ασκείται και σε αναρριχήσεις!!  (είναι μέρος της γυμναστικής που γίνεται στην άνετη αυλή). Ναι, ναι, όλα αυτά τα διαβάσαμε, όπως διαβάσαμε στο ίδιο φύλλο για το θάνατο των 20 χιλ. παιδιών από πείνα στην Αφρική… Όπως διαβάσαμε και για τις ιδιωτικές τράπεζες σπέρματος, όπου νέοι 20 – 30 ετών αλλοδαποί κυρίως αλλά και ντόπιοι για 30 – 50 € -όμως υπάρχουν και bonus!!- που να τηρούν όλες τις τόσο απαραίτητες προδιαγραφές μπορούν να δώσουν το σπέρμα τους. Όμως η «Εθνική Αρχή Ιατρικής Υποβοηθουμένης Αναπαραγωγής» (ήταν μια κρατική οργάνωση) που φρόντιζε με συνεχείς ελέγχους, με υπευθυνότητα για την σωστή λειτουργία αυτών των τραπεζών έχει πάψει να λειτουργεί λόγω οικονομικών προβλημάτων! Επομένως, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως ο έλεγχος των δοτών και γενικά η λειτουργία αυτών των τραπεζών γίνεται όπως θα έπρεπε να γίνεται;
Εκατοντάδες ζευγάρια θ’αποκτήσουν παιδί ενός αγνώστου πατέρα. Τόσο απλά. Δεν ξέρω αν ο Πάτρικ Στέπτοου, ο Βρετανός ‘πατέρας των παιδιών του σωλήνα’, που μερικές δεκαετίες πριν πραγματοποίησε αυτό το θαύμα και χάρισε ένα δώρο ζωής σε άκληρα ζευγάρια, πώς θα σκεφτόταν σήμερα για τη συνέχεια… τις συνέχειες και προεκτάσεις της κατάκτησής του. Τότε, με τον ενθουσιασμό μας για το όραμα που είχε πραγματοποιήσει, του είχαμε αφιερώσει και ποίημα… Όμως τώρα, που έγινε κάτι τόσο συνηθισμένο… Και κείνες οι ‘παρένθετες μητέρες’ που ετοιμάζουν το παιδί μέσα στο δικό τους σώμα για να το παραδώσουν, έναντι βέβαια χρηματικής αμοιβής, σε κάποιους γονείς… Και τα ζευγάρια των ομοφυλοφίλων που θα μπορούν να χρησιμοποιούν ‘παρένθετη μητέρα’ για να δημιουργήσουν μια οικογένεια… (άραγε το σπέρμα από Τράπεζα ή δικό τους; Και πόσα ερωτηματικά ακολουθούν!)

            Πριν λίγο καιρό, μια ζημιά έγινε αφορμή να πλημμυρρίσει το πατάρι του λουτρού μου από νερά. Εκεί, μέσα σε μια κόκκινη αγαπημένη βαλιτσούλα ήταν φυλαγμένα γράμματα… γράμματα αγαπημένα, φιλικά, ερωτικά, συγγενικά… μια μικρή γεύση αθανασίας, Διάρκειας, Επιστροφής σε τόπους, χρόνους, ώρες, ζωές… Τόσο που με πλήγωσε αυτή η καταστραμμένη χαρτόμαζα…
            Σκέφθηκα τα παντοδύναμα σημερινά μας ‘μηνύματα’… Που πάνε κι έρχονται, και μπορείς να επικοινωνήσεις από οπουδήποτε και για οποιοδήποτε χρόνο. Από το σπίτι, το δρόμο, το τρένο, το αυτοκίνητο, την εργασία σου… Κι ούτε βαλιτσάκι μετά να τα κρατάς σε μια τρυφερή φυλακή, ούτε χαρτόμαζα για πέταμα… Όμως… Φύλαξα την άχρηστη πια κόκκινη βαλιτσούλα, δεν θα ξαναγεμίσει είναι βέβαιο.
            Ο γραπτός λόγος έχει πει ο Αβραάμ Λίνκολν, είναι η σπουδαιότερη εφεύρεση του ανθρώπου. Μ’αυτόν μπορείς να επικοινωνείς με τον παρόντα, τον παρελθόντα και τον συνάνθρωπο που θα γεννηθεί στο μέλλον. Και τα ‘μηνύματα’ δεν θα μπορέσουν ποτέ να αντικαταστήσουν τον γραπτό λόγο.


Το κείμενο αποτελεί και το κύριο άρθρο στο νέο τεύχος του περ. Πειραϊκά Γράμματα

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

Κόκκινο χώμα - Νιόσκαφτο




Κόκκινο χώμα - Νιόσκαφτο

Ανοίγει μι’ αγκαλιά – ήλιου κοιτίδα,
χρυσάφι απλώνει, νερένια προσμονή
Σπόρων ζωή φυλακισμένη ν’αγκαλιάσει
για να τρανέψει εντός του, έξω να φανεί.

Η αυγινή δροσιά νότισε τη θωρηά του.
Χέρι εργατιάς τους βώλους του διαλεί.
Κι απλώνει πέρα ως πέρα πορφυρό στρωσίδι
Καλόδεχτο το πράσινο βλαστάρι να διαβεί.

Σιωπής τραγούδι η περπατησιά του
Φωτιά που ανάφτει την Φύση πυρπολεί
Χώμα και σπόροι, και ζωής υφάδι
μπλέκει και μπλέκεται μέχρι τη θανή…

Κείνη που θ’αγκαλιάσει με συμπόνια
της παρουσίας μας τη Δύση τη στερνή
Κλινάρι τρυφερό, παντοτινό να γίνει
κόκκινο, να προσμένει μια καινούργια Ανατολή

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

Δειλινό




Δειλινό

Σαν το’πες το τραγούδι σου στον Πλάστη σου
μη νοιάζεσαι τι θα γενεί πιο κάτω.
Της ζήσης το ποτήρι ως τον πάτο
ποιος να το πει πως το’πιε μπόρεσε;
Ποιος να το πει ποτέ πως χόρεψε
στης ηδονής και της χαράς το πανηγύρι
ως τις στερνές στροφές του, και όσοι γύροι
ως να χορτάσει η ψυχή του πως το μπόρεσε;
Διψώντας φεύγουμε, και αν φτάσαμε
στης χειμωνιάς τους χιονισμένους πύργους
και αν φθινόπωρα και άνοιξες διαβήκαμε
τρυγώντας τις κυψέλες του ονείρου
άδειο το κύπελλο. Στεγνή η ματιά. Αχόρταγη
να δει όσα δεν διάβηκαν μπροστά της.
Νιώθει η ψυχή τα κουρασμένα τα φτερά της
και γονατίζει σε μιαν ήττα ανυπόταγη
μα ως είδες τα βλαστάρια και μπουμπούκιασαν
κι ως φώτισαν ανθοί τη σκοτεινιά σου
ανάερη άσε την αποθυμιά σου
για κάτι που κι αν το’βρες δεν το όρισες.
Κι άσε του τραγουδιού ο απόηχος
τ’αυτιά σου να χαιδεύει.

Κι ω! το θάμα!
Της άνοιξης που αναγεννιέται σ’άλλην άνοιξη.
και σβιέται του φθινόπωρου το κλάμα.
Ω της ζωής το νιο ξεκίνημα!
Από το ξεχασμένο μονοπάτι.
Θαρρείς πως είσαι εσύ καλπάζοντας
πάνω στο ξέφρενό σου άτι.

Σαν το’πες το τραγούδι σου στον Πλάστη σου,
του δειλινού κραυγή και προσευχή σου
πάρε όσα διάβηκαν στερνά μαζί σου
και διάβαινε περήφανα τη στράτα σου.

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

Λογική-Φαντασία-Συναίσθημα


Ξενοδοχείο Hilton
Παρασκευή 20 Μαΐου 2011
Εκδήλωση των Ελλήνων Ιατρών – Λογοτεχνών στο Πανελλήνιο Συνέδριο Ιατρικής


Λογική – Φαντασία – Συναίσθημα

Αγαπητοί φίλοι –και διπλά συνάδελφοι. Είναι χαρά ν’ανταμώνουμε απόψε, να μπορούμε ν’ανταλλάξουμε μερικά λόγια, να εκφραστούμε γύρω από την αγωνία των καιρών.
          Το θέμα που έθεσε ο πρόεδρός μας ‘Λογική-Φαντασία-Συναίσθημα και ιατρική’ είναι τόσο πλατύ και πολύπλευρο και τόσα που χωρούν σ’αυτό και άπτονται της επιστήμης μας αλλά και της λογοτεχνικής και της ποιητικής μας απασχόλησης.
          Ο Albert Einstein είχε πει: Η Φαντασία είναι πιο σπουδαία από τη Γνώση. Και είναι τόσο αληθινό, αφού στη Γνώση μπορεί να συμβάλει η Φαντασία και η Φαντασία μπορεί να γεννά τη Γνώση.
          Μ’αυτό το απόφθεγμα, ο Einstein μπορούσε να δικαιώνει την ύπαρξη της ποίησης, γενικά της Πνευματικής Δημιουργίας.
          Η Ποίηση, που μπορεί να είναι ένα δοξαστικό τραγούδι για όσα ωραία συμβαίνουν γύρω μας και ομορφαίνουν τη ζωή, αλλά μπορεί επίσης να γίνει μια κραυγή διαμαρτυρίας στ’αδιέξοδα. Ένα ξέσπασμα οδύνης, ένα σάλπισμα και κάλεσμα ετοιμότητας. Βέβαια αυτή όπως μας λέει ο βορειοελλαδίτης ποιητής Τάκης Βαρβιτσιώτης, η Ποίηση πολλές φορές είναι ένα μυστικό που όπως κάθε μυστικό θα έχανε τη μαγεία του αν εξηγιόταν λογικά. Όμως το μεγαλείο της, η ‘ειδοποιημένη’ μας συνείδηση, το καλλιεργημένο μας ένστικτο μπορεί να μας κάνει ικανούς να την αγγίξουμε και να την αφήσουμε να μας συνεπάρει.
          Συνδέοντας όλα αυτά με την Ιατρική μας που είναι ο υπέρτατος κρίκος που μας ένωσε όλους εμάς στη γήινη πορεία μας βλέπουμε τη σχέση που έχουν μαζί της. Η Ιατρική στηρίχθηκε στην παρατήρηση. Ο πρωτόγονος άνθρωπος παρατηρεί τις πράξεις των ζώων που διαθέτουν τα πολυδύναμα ένστικτά τους. Και τα μιμείται. Ύστερα ήρθε ο Ιπποκράτης, γεννιέται στην Ελλάδα ο μέγιστος των ιατρών στους αιώνες, προικισμένος με δημιουργική φαντασία αλλά και με πολύ συναίσθημα για να δοθεί ολόψυχα στον άνθρωπο και τη μοίρα του, να τον βοηθήσει.
          Η Φαντασία του ανοίγει δρόμους να προχωρεί και ν’ανακαλύπτει –και με τη λογική να δημιουργεί.
          Και βέβαια κορυφαίο συναίσθημα που μπορεί πάντα όλα να τα συντονίζει, και που η σημερινή υποτονικότητά του έχει κυρίως την ευθύνη της Πανανθρώπινης Παρακμής, είναι η ΑΓΑΠΗ. Η μεγάλη πληγωμένη από την αγριότητα των καιρών. Γι’αυτό και τόσο πολύτιμη όταν μπορείς να τη συναντάς, να την αναπαράγεις, να την προσφέρεις  και να τη δέχεσαι. Λίγα μόνο λόγια από τη Χριστιανική Θρησκεία αν ήταν εφαρμόσιμα από τους ανθρώπους θα ήταν ικανά να πλάσουν έναν καλύτερο κόσμο. Αγαπάτε αλλήλους. Μια μικρή – μεγάλη σε νόημα φράση. Και: Ο συ μισείς ετέρω μη ποιήσεις: Όμως πόσοι τα θυμόμαστε σήμερα; Που εφαρμόζονται;
          Η τέχνη γενικά είναι μια μορφή αγωνίας έχει πει η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν κι εμείς μέσα από την ευαισθητοποιημένη αγωνία του δημιουργού να συμβάλλουμε με τον Λόγο, με την όποια δυνατή πράξη και ενέργεια, να βοηθήσουμε τους άλλους και τον εαυτό μας για να σταθούμε ορθοί σαν άνθρωποι και σαν Έλληνες σ’αυτή την κρίσιμη πορεία προς τον κατήφορο της Ανθρωπότητας. Σ’αυτούς τους αμείλικτους κινδύνους που αγκαλιάζουν την Ελλάδα μας. Και …. παραφράζοντας λίγο τον ποιητή Μάνο Λοΐζο να πούμε: Θα τον γυρίσουμε τον Ήλιο! Σίγουρα Ναι! Όπως τραγούδησε ο ποιητής μας. Θα τον κρατήσουμε τον Ήλιο. Πάνω στις στέγες και μέσα στις καρδιές.
Ας το θυμόμαστε και ας ελπίζουμε πάντα.



Στο Πανελλήνιο Ιατρικό Συνέδριο που οργανώθηκε στις 20 Μαΐου, στο ξενοδοχείο Hilton η Εταιρία Ιατρών Λογοτεχνών έλαβε μέρος με θέμα ‘Λογική, φαντασία, συναίσθημα και ιατρική λογοτεχνία’.
Έλαβαν μέρος πολλοί γιατροί – λογοτέχνες και με πεζά και με ποιητικά κείμενα. Μια πολύ ενδιαφέρουσα βραδιά που απέδειξε τη στενή πάντα σχέση της ιατρικής με την λογοτεχνική έκφραση του λόγου.
Πρόεδρος είναι ο ιατρός κύριος Χρίστος Μαρκόπουλος ο οποίος εκδίδει και το πολύ ενδιαφέρον περιοδικό ‘Κασταλία’.
Η ηλεκτρονική διεύθυνση της ιστοσελίδας: http://www.logotehnesiatroi.gr/

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011

Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ


Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ

Θ
υμόταν… όταν έφτασαν κοντά στο βράχο ξαφνικά όλη εκείνη η παιχνιδιάρικη διάθεση, η ρηχή ευθυμία, το κέφι, όλα καταλάγιασαν. Κάτι το τραγικά υποβλητικό τους κύκλωσε, πλανιόταν στον αέρα μέσα στο κρυστάλλινο πρωινό.
 Ήταν μια παρέα από τέσσερα ζευγάρια, όλοι νέοι, που ξεκίνησαν μαζί από την πατρίδα κι είχαν πολύ λογαριάσει αυτό το ταξίδι.
Φθινόπωρο, Σεπτέμβρης μήνας όμως καλοκαίρι, ολοφώτεινο και ζεστό θυμάται, το κάτασπρο φουστάνι της Αννί, τα γυμνά της πόδια μέσα στα σαντάλια. Τα κοντομάνικα πουκάμισα.
-Στην πατρίδα θα φορούσαμε τώρα τα χοντρά μας μάλλινα, είπε γελώντας η Αννί. Το χέρι της μέσα στο δικό του, ανέβαιναν με το κεφάλι ψηλά, να βλέπουν τα άσπρα μάρμαρα που όλο τους καλούσαν στην κορφή του βράχου. Μέσα στο σακίδιο είχε ένα μικρό βιβλίο. «Η ιστορία του Ιερού Βράχου», μετάφραση από το έργο ενός Έλληνα συγγραφέα. Το είχε διαβάσει αργά και προσεκτικά κι όλα εκείνα που έγραφε κοντά στις άλλες γνώσεις, του σχολείου, σ’ό,τι είχε διαβάσει κι ακούσει μέχρι τότε… Σα να πήγαινε να συναντήσει παλιούς αγαπημένους φίλους, που δεν τους γνώριζε από κοντά, όμως θέλει τόσο να τους αντικρίσει, να κουβεντιάσει μαζί τους…
Είχε ως τότε επισκεφτεί μερικούς από τους αναρίθμητους τόπους του κόσμου. Η Γαλλία, η Γερμανία, η Αυστρία, η ισπανική ομορφιά, του είχαν ανοίξει τις πύλες τους. Τα ταξίδια ήταν η μανία του. Τώρα ήθελε να βάλει και την Αννί μέσα στη μαγεία τους. Την προηγούμενη χρονιά τους κέρδισε η Ιταλία. Αυτή τη φορά το είχε πολύ μελετήσει. Διάβασε, προγραμμάτισε, οι άλλοι φίλοι συμπλήρωσαν την ομάδα μ’όλη την επίγνωση του τι ήθελαν να δουν και να κερδίσουν απ’αυτό το ταξίδι, στην Ελλάδα… Το ίδιο κιόλας πρωινό η ανάβαση στο Βράχο της Ακρόπολης: «Ο πρώτος Παρθενώνας που χτίστηκε, ο ‘πώρινος ναός’, καταστράφηκε στους Περσικούς πολέμους το 480 π.Χ. Όμως το όραμα του Περικλή τον ξανάστησε, με την τελική του μορφή, στα 450 μ.Χ.»
Καθώς ανέβαιναν, ο Παρθενώνας ερχόταν όλο και πιο κοντά τους.
-Γιατί νιώθω τόσο συγκινημένος; Λες στη προηγούμενη ζωή μου να ήμουν Έλληνας;
Θυμάται που ρώτησε… Η Αννί γέλασε:
-Πολύ ξανθός για Έλληνας!
-Λάθος κάνεις! Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν ξανθοί, γαλανοί, το έχω διαβάσει!
-Μπορεί τότε να ήμουν κι εγώ Ελληνίδα και να είχαμε αγαπηθεί εδώ, σε τούτη τη γη! Μπορεί να κατοικούσαμε κοντά σε τούτο το Βράχο! Και ν’ανεβαίναμε για προσκύνημα στο ναό της Αθηνάς!
Οι άλλοι φίλοι είχαν προχωρήσει, τους είχαν χάσει από τη ματιά τους. Τράβηξε την κοπέλα από το χέρι, κάθισαν σε μια μεγάλη πέτρα.
Νέοι, νιόπαντροι κι ερωτευμένοι. Η Ακρόπολη είχε δέσει τον ίσκιο της με την πιο γλυκιά τους ώρα… Τόσο πολλά, τόσο ατέλειωτα χρόνια από κείνο το χρυσογάλαζο πρωινό, από τη στίλβουσα λευκότητα του Βράχου! Η Αννί ήταν η ίδια η χαρά και η ομορφιά της ζωής. Ο δρόμος για τα Προπύλαια οδηγούσε στο Αιώνιο Θαύμα. Ένα θαύμα ήταν, να μπορείς να ζεις και να το χαίρεσαι!
Η εικόνα ερχόταν πολλές φορές μπροστά του πάντα γλυκιά, θαμπωτική και μεγαλόπρεπη. «Τα σχέδια για το χτίσιμο του Παρθενώνα ήταν του Ικτίνου και του Καλλικράτη. Όμως, ο Φειδίας, ο μεγαλύτερος γλύπτης των αιώνων, είχε το γενικό πρόσταγμα…  Ο ναός θεμελιώθηκε πάνω στο παλιό κρηπίδωμα του ναού της θεάς Αθηνάς… Και μέσα στο σηκό του στήθηκε το πελώριο χρυσελεφάντινο άγαλμα της Θεάς, έργο κι αυτό του Φειδία».
Η Αννί άκουγε, ακουμπισμένη στον ώμο του. Ύστερα ήρθαν και οι άλλοι φίλοι, ένας ξεναγός τους εξηγούσε κι αυτοί άκουγαν σε στάση προσοχής. Το Ερέχθειο, ο σημαντικότερος σωζόμενος ναός ιωνικού ρυθμού στην Ακρόπολη. Εδώ ο Ποσειδώνας είχε χτυπήσει με την τρίαινά του, θυμωμένος με τη θεά Αθηνά γιατί διεκδικούσε κι εκείνη την κυριότητα της Αθήνας. Όμως οι έξι κομψοί ιωνικοί κίονες στέκουν ανίκητοι στο χρόνο. Στη νοτιοανατολική πλευρά του οι πανέμορφες Κόρες, οι Καρυάτιδες… Η Αννί, κρατούσε την αναπνοή της, με σηκωμένο το κεφάλι, με τα ξανθά μαλλιά της δεμένα ψηλά, αέρινη μέσα στο άσπρο της φόρεμα. Τα γαλάζια της μάτια χόρταιναν ομορφιά, κοιτάζοντας τις θλιμμένες περήφανες Κόρες που ακούραστοι σήκωναν στα ωραία κεφάλια τους, το επιστύλιο του ναού… Τα περίτεχνα φορέματά τους θαρρείς θ’ανέμιζαν στο ελαφρότατο αεράκι… Η μια Κόρη βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο. Κλεμμένη απ’τον Αγγλο λόρδο Έλγιν.
Πολλά χρόνια ύστερα από την «ημέρα στην Ακρόπολη», συνάντησαν την «Κόρη» στο Βρετανικό Μουσείο. Μέσα στην πανδαισία του φωτός, στην περίοπτη θέση της έστεκε κι άστραφτε από θλίψη…
-Θυμάσαι, είχε ρωτήσει την Αννί που δεν ήθελε να ξεκολλήσει από τη θέση της, να τη βλέπει.
-Δεν έχω συναντήσει κάτι πιο μοναχικό! είπε κείνη και τα μάτια της υγρά.
Στο ναό του Ερεχθείου έμειναν για ώρα πολλή. Ο ξεναγός τους εξηγούσε. Μιλούσε μ’ένα πάθος στη φωνή, δε φαινόταν πως κουράζεται να τα λέει τόσες φορές.
Τότε, θυμάται, άφησε τους άλλους να προχωρήσουν λίγο –θα βγάλω μερικές φωτογραφίες, είπε στη γυναίκα του που ακολούθησε τους φίλους. Εκεί, στη βάση, κάτω από τις Καρυάτιδες που τον αντίκριζαν από τα εφτά μέτρα ύψος, κάτω από την αμφίβολη τραυματισμένη από το χρόνο ματιά τους, έσκυψε, έβαλε το χέρι. Κάνοντας πως θα δέσει τα κορδόνια των παπουτσιών του…
Ένα κομμάτι μάρμαρο αντιστάθηκε για λίγο στο κάλεσμά του, ξεκόλλησε ύστερα, γέμισε πρόθυμα τη χούφτα του. Το τρύπωσε γρήγορα στον ανοιγμένο του σάκο… Η καρδιά του χτυπούσε να σπάσει, τι ντροπή αν τον έπιαναν κείνη τη στιγμή! Όμως η επιθυμία να κρατήσει κάτι από όλη εκείνη την ομορφιά ήταν τόσο μεγάλη, τόσο ακατανίκητη!
Ύστερα τριγύρισαν ακόμη για ώρα πολλή, μπήκαν στο Μουσείο. Θαύμασαν την ομορφιά της Αθήνας από κει πάνω, τότε δεν είχε το μαύρο σύννεφο να τη σκεπάζει όπως μαθαίνει πως γίνεται τώρα… Μίλησαν για Ιστορία…
-Θα ξανάρθουμε… Είναι κάτι που δε συγκρίνεται με τίποτε άλλο, είπε η Αννί. Θέλω να μου το υποσχεθείς Ζακ!
Δεν το είπε αμέσως της Αννί. Στο ξενοδοχείο άνοιξε με τρόπο τη βαλίτσα και βαθιά στον πάτο της τυλιγμένο σε μια πετσέτα τοποθέτησε το μαρμάρινο λάφυρο.

Όταν έφτασαν στην πατρίδα, οι Βρυξέλλες τους υποδέχτηκαν με βροχή. Την ασταμάτητη φθινοπωρινή βροχή τους. Όμως είχαν κρατήσει Ήλιο στο χρυσοκοκκίνισμα της επιδερμίδας τους και μέσα στην καρδιά τους. Η Αννί τιτίβιζε χαρούμενα βγάζοντας τα καλούδια, τα ρούχα και τα θυμητικά ένα – ένα από τις αποσκευές. Εκείνος τότε πήρε την πετσέτα, την άνοιξε. Το μάρμαρο φάνταξε χλομό, κιτρινισμένο μέσα στο τεχνητό φως.
-Τι είν’αυτό; είπε έκπληκτη εκείνη.
-Είναι δικό μας και θα ζήσει πάντα μαζί μας, είπε αυτός και κάτι σαν τελετουργία, στις κινήσεις, καθώς έβγαλε όλα τ’άλλα αντικείμενα από το ράφι μιας εταζέρας. Το τοποθέτησε μόνο. Μοναχικό και πανέμορφο στο μικρό ράφι.
Η Αννί ήρθε πολύ κοντά.
-Πότε το πήρες, πώς; είπε με θαυμασμό. Για κοίτα Ζακ; Μου φαίνεται σα ν’αναπνέει! Κοίταξε, έχει φλέβες; Νομίζεις πως αίμα κυκλοφορεί μέσα του!
Λεπτές, ωχροκίτρινες γραμμές διακρίνονται στην όψη του. Όσες φορές κι αν στάθηκε να το κοιτάξει από κοντά, θυμόταν τη φράση της Αννί.
-Ανασαίνει! Είναι ζωντανό! Αίμα κυκλοφορεί εντός του; Και σαν μια κίνηση στήθους που αναδεύεται σε ανάσα ζωής!

Τα χρόνια κύλησαν, όλα αλλάζουν μέσα στο σπίτι της “Avenue des Jardins”. Τα παιδιά γεννήθηκαν τέσσερα, το ένα ύστερ’από το άλλο. Μεγάλωσαν, σχολειά, Πανεπιστήμια. Χαρές και λύπες μπαινόβγαιναν κι αυτές. Ο μικρός, ο Πιέρ, χάθηκε στα τέσσερά του χρόνια, τότε το σπίτι είχε σκοτεινιάσει για πολύ καιρό… Ύστερα ήρθαν και γάμοι. Δυο κόρες έφυγαν νυφούλες από το σπίτι. Κι ήταν σα να φορούσε τ’άσπρα μια Αννί, μ’όλη τη χλομή ξανθή της ομορφιά.
Η δική του η Αννί όλο και πιο σκυφτή, άλλαζε σχήμα το κορμί της, τα μαλλιά της χρώμα, το γλυκό της πρόσωπο σκαμμένο από τα μονοπάτια του χρόνου που περνούσε ανάμεσά τους.
-Κι εσύ το ίδιο! του μηνούσε ο καθρέφτης του.
Σταματούσε μπροστά στο μικρό έπιπλο, όπου πάνω του άσπριζε το περήφανο κομμάτι του μαρμάρου. Το χαιρετούσε σιωπηλά. Ορόσημο ενός ακατάλυτου χρόνου.
-Εσύ θ’ανασαίνεις πάντα μια ακατανίκητη νιότη! Αιώνιο εσύ!
Στο πλάι του ακουμπισμένο μόνο το βιβλίο «Η ιστορία του Ιερού Βράχου».
Τώρα δεν έβγαινε πια πολύ. Δεν καλόβλεπε. Η Αννί είχε φύγει ήρεμη και καρτερική ως το τέλος. Τα παιδιά, τα εγγόνια έρχονταν με τη σειρά τους, κάθε βδομάδα και από κάποια να του χαρίσουν χαρά με την παρουσία και τη φροντίδα τους. Όμως, το σπίτι είχε μεγαλώσει απελπιστικά κι αυτός ήταν τόσο μονάχος μέσα κει, και ο χρόνος είχε χάσει το νόημά του. Παλιές φωτογραφίες και βιβλία τον συντρόφευαν. Πήρε και το μικρό έπιπλο στο δωμάτιό του. Ήθελε όλα τα πιο αγαπημένα του κοντά. Από το κρεβάτι του ξαπλωμένος μπορούσε να βλέπει το χλομό κομμάτι του μαρμάρου. Έχει πάντα τις ωχροκίτρινες ζωντανές του φλέβες, τ’ανεπαίσθητα σκαλίσματα. Τις νύχτες που αγρυπνούσε ανέπνεε κοντά τους, ήταν σίγουρος.
Κι ήταν μια τέτοια αργοκύλητη νύχτα αγρύπνιας που σκέψεις παράξενες και πρωτοφανέρωτες τον τριγύρισαν. Άναψε το μικρό φως του κομοδίνου. Ήρθε μπροστά του ο χαριτωμένος ασύμμετρος ναός του Ερεχθείου. Πως άλλαζε όψη και μορφή σαν τον κοίταζες από την κάθε του πλευρά! Ο αρχιτέκτονας που τον έχτισε δεν είναι γνωστός. Οι Αθηναίοι πίστευαν πως προστάτευε τον τάφο του μυθικού τους μονάρχη, του Κέκροπα. Που η ιστορία του χάνεται μέσα στην αχλύ του μύθου. Τον καιρό της βασιλείας του έγινε η έριδα ανάμεσα στη θεά Αθηνά και τον Ποσειδώνα, για το ποιος θα κατακτήσει την πόλη της Αθήνας. Νίκησε η Αθηνά κι ο Ποσειδώνας τότε χτύπησε θυμωμένος με την τρίαινα το ναό…
Η πέτρα τον παρατηρούσε από το ράφι έτοιμη να του μιλήσει… Η αναπνοή της θαρρείς σ’αρμονική κίνηση με τη δική του. Ποιος ξέρει, ποιος μπορούσε να πει από ποιο κομμάτι του ναού, του τάφου του Κέκροπα, από ποιο άλλο ιερό κτίσμα είχε λείψει αυτή η πέτρα; Τόσο ξέταιρη η παρουσία της μέσα σ’αυτό το δωμάτιο. Πρώτη φορά το’νιωσε βαθιά, πόσο έγραφε μια αταίριαστη ιστορία τούτο το λάφυρο σ’αυτή τη μακρινή του χώρα. Που είναι ο ήλιος, που είναι τα γύρω μάρμαρα να παλεύουν με την καυτερή του ανάσα και ποτέ να μη λιώνουν! Που είναι η αγκαλιά της Ιστορίας ολόγυρα;
Πόσο πελώριος εγωισμός, για να κρατήσει αυτό το ξεριζωμένο, το ξενιτεμένο κομμάτι… Ναού; Κολόνας που κάποτε υψωνόταν και ιστορούσε;
Κι εκείνος τόσο γέρος πια κι ανήμπορος. Τόσο προσωρινός κι εφήμερος, πως μπορούσε να διαφεντεύει ένα μικρό κομμάτι αιωνιότητας;
Το φαντάστηκε ύστερα από κείνον, ένα ασήμαντο πέτρινο αντικείμενο. Ξεφτίδι παλιού καιρού, θα το πετούσαν σε μια άκρη να βιώνει την προδομένη του αιωνιότητα. Μια ανατριχίλα τον διαπέρασε. Αυτό το λένε τύψεις! σκέφτηκε.
Άφησε το φως αναμμένο όλη νύχτα. Ο χώρος είχε γεμίσει από άυλες παρουσίες. Η Αννί, οι φίλοι οι φευγάτοι. Η μαρμάρινη κολόνα… Οι «Κόρες» του Ερεχθείου που τον αντίκριζαν με τη στοχαστική ματιά τους πάνω από την τραυματισμένη τους όψη…
Μπορεί να’ναι ένα κομμάτι από μας και θα μας λείπει… Έλεγε η ματιά τους.
Σηκώθηκε πολύ πρωί. Πήρε το μαρμάρινο πλάσμα. Χάρηκε για λίγο ανάμεσα στα χέρια του κάθε άκρια, στρογγυλάδα και κόχη. Αίμα κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες του... του ψιθύρισε η Αννί… Ύστερα το τύλιξε προσεχτικά σε μαλακό χαρτί, έγινε ένα όμορφο δέμα μέσα στο χαρτονένιο κουτί, με το χάρτινο περιτύλιγμα. Έγραψε πάνω καθαρά τη διεύθυνση:

                                    Ambassade de Grece
                                    2 Av. Franklin Roosevelt
                                    1050 Bruxelles

Μέσα ήταν το μικρό γράμμα που έγραφε:
Κύριε Πρέσβυ,
Αυτή η πέτρα – ξενιτεμένη από την Ακρόπολη των Αθηνών – βρισκόταν κοντά μου για πολλά – πολλά χρόνια. Την πήρα – την έκλεψα πρέπει να πω – από το ναό του Ερεχθείου – ζητώ συγνώμη. Όμως την αγάπησα και τη σεβάστηκα. Ήταν το πολυτιμότερο πράγμα που είχα. Τώρα μεγάλωσα, γέρασα πολύ και οι τύψεις με τυραννούν, καθώς η πέτρα με ρωτάει με τη δική της φωνή:
Είχα δικαίωμα να της στερήσω το ιερό της περιβάλλον;
Την επιστρέφω λοιπόν πριν εξαντλήσω την προσωρινότητά μου σε τούτο τον κόσμο. Σας παρακαλώ, κύριε πρέσβυ, βρείτε της πάλι τη θέση της μέσα στο χώρο του Ιερού Βράχου.

Το γράμμα δεν είχε υπογραφή.