Φωτογραφίες από τα βιβλία μου και την 'Αμυγδαλιά'

Όλα τα βιβλία της Τ. Μπούτου, επιλεγμένα τεύχη από τα Πειραϊκά Γράμματα, θεατρικές παραστάσεις, εκδηλώσεις, βραβεύσεις κ.α

.

.

.

Μικρό απόσπασμα από το νέο μου βιβλίο «Η Κίνα του 1978, Το μεγάλο ταξίδι της ζωής μου», από τις εκδόσεις Vivliologia (2015)

Κριτικές και αναφορές στο έργο της Τούλας Μπούτου

δείτε κι άλλες κριτικές εδώ

.

Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

Άρνηση (Γράμματα στη Γερμανία)

από τα γυρίσματα της μικρού μήκους ταινίας
"Γράμματα στη Γερμανία" σε σενάριο βασισμένο
στο διήγημα "Άρνηση"
(φωτο: Βύρων Γκουλάκης)

περισσότερα για την ταινία και τους συντελεστές:


«Π
ατέρα», του είπε κυπαρίσσι σωστό απέναντί του. «Φεύγω πατέρα. Μα θα γυρίσω πάλι. Θα λείψω όσο χρειάζεται. Μπορεί και χρόνια. Μα θα γυρίσω σαν που πρέπει. Μη θλίβεσαι. Θα’χεις τα γράμματά μου. Θα’χεις τη σκέψη και τη φροντίδα μου».
Ζεστή που’ταν η ανάσα του πάνω στ’ άσπρα γένεια! Ζεστά που κλείσαν τα χέρια του το δικό του τρεμουλιάρικο και τ’ άλλο, το τσεκουρωμένο απ’ την αρρώστια. Το σηκώσαν τ’ άψυχο οι δυνατές παλάμες και το’ σφιξαν μαζί με τ’ άλλο δυνατά και τρυφερά πολύ.
«Παιδί μου, να’ ταν να σου κρεμάσω φυλαχτό τη γέρικη καρδιά μου στα νια σου στήθεια! Να τήνε πάρεις μαζί σου στα μαύρα ξένα. Μα μόνο που την τρύπησε σκληρά το στερνό του τρένου σφύριγμα, και απόμεινε να χτυπά μόνη κι αβοήθητη».
Κι ύστερα τα γράμματα. Χάντρες στ’ ατελείωτο κομπολόι προσμονής. Τα κράταγε λίγο, σφιχτά στο στήθος του πριν τ’ ανοίξει. Κι ύστερα να που και το τσεκουρωμένο χέρι σάλευε λίγο-λίγο τ’ ακίνητα δάχτυλα – τόσο δα – στην υπέρτατη πεθυμιά να τ΄ανοίξει όσο γίνεται γρήγορα. Γρήγορα να’ ρθει η μεστή φωνή στα γέρικα αυτιά να τα χαϊδέψει. Ν’ αντέχουν μέχρι να την ξανακούσουν.
Και τα βράδια, σαν πόσα νάγαψε το δικό του τρεμουλιάρικο χέρι; Γράμματα αραδιαστά, βασανισμένα. Γράμματα φιλιά και ευχές κι ελπίδες. Γράμματα χελιδόνια γυρισμού κι απελπισίας κάλεσμα.
Σαν πόσα να’ στειλε – Germany – στην πόστα; Ούτε που περίμενε πια στο τέλος. Μόνο επιθυμούσε. Επιθυμούσε να στείλει κοντά την πλημμύρα της ψυχής του. Τίποτ’ άλλο. Παιδί μου, κι αγαπημένο μου και γιέ μου ακριβέ. Και μη νοιάζεσαι για μένα. Κοίταξε τη ζωή και τη δουλειά σου.
Πόσος να πέρασε καιρός; Ποιος τον μετράει; Το χέρι το αριστερό όλο και βάραινε και το πόδι σερνόταν – ασήκωτο που έγινε!
Η σκέψη δεν ήθελε πια να τριγυρίζει. Μόνο να βάζει το χέρι να γράφει αργά, σα να’ σκαβε ένα λάκκο βαθύ μ’ επιμονή και πίστη χωρίς μάτια.
Στο κατώφλι του σπιτιού, ασάλευτη μορφή, τη φιγούρα του ταχυδρόμου είχε πια ξεχάσει. Μα να που κείνος τον πλησιάζει σήμερα. Και του δίνει φάκελο από γνώριμο χέρι γραμμένο. Κι άγνωστη μορφή να λέει: «Άγνωστος»; Δε λαθεύουν τα μάτια βοηθημένα απ’ τα γυαλιά.
Ο «Άγνωστος» είναι ο γιος ο ακριβός του. Γυρίζει το φάκελο. Πώς το’ καμε κι αποστολέα έχει βάλει; Πώς ξέχασε την υπόσχεση που’ κανε; Και τότε μέσα σε μια, τρομερή μικρή στιγμή, δεν υπάρχει στήριγμα ν’ ακουμπήσεις και μαξιλάρι τον ύπνο ν’ αγκαλιάσει. Ανάσα δεν υπάρχει να ζεστάνει φούχτες, παγωμένες κι αγκαλιά να γεμίσει. Είναι αλήθεια όσα τ’ αυτιά δεν ήθελαν ν’ ακούσουν και τα μάτια δεν θέλανε να δούνε. Κι η φωτογραφία με το σιδερένιο κουτί… Μα πώς μπόρεσε ένα κουτί να κλείνει τη λεβεντιά και τη ζωή; Και το φρικτό γράμμα με τα «συλληπητήρια βαθιά». Και τ’ απλωμένα συμπονετικά χέρια και τα χαμόγελα με την απόμακρη θλίψη, όλα είναι αλήθεια.
Και τα δυο χρόνια, ναι δυο είναι τα χρόνια, τώρα μπορεί πια να το πει, το ξέρει, που φεύγουν τα άσπρα γράμματα, λουλούδια σε βράχο φυτρωμένα χωρίς απόκριση να περιμένει καμιά. Άσβεστη φλόγα σε ξεχασμένο καντήλι οι αράδες και μόνη άρνηση τ’ όνομα του αποστολέα. Αυτό ποτέ. Για να μην υπάρχει δρόμος να υποχωρήσει η ελπίδα. Μόνο το τελευταίο. Πώς ξέφυγε του σκοτισμένου νου αυτή η αράδα, η καταλύτρα του ονείρου;
Τώρα καημέ μου αβάσταχτε! Δάκρυα από στερεμένα μάτια να’ βρεις και κραυγές από ξεραμένα χείλια.
Τώρα που πια δεν μπορεί η περήφανη πεισματική άρνηση, κάστρο να γίνει, ας γείρει το νικημένο κεφάλι, σιμά, σιμά στη γη.


Από τη συλλογή διηγημάτων Το ρετιρέ, εκδ. Θουκυδίδης, 1987

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

Για τον Γεώργιο Παπανικολάου

Γεώργιος Παπανικολάου (1883-1962)
53 χρόνια μνήμης


«…Τ

ο ιδανικόν μου δεν είναι να πλουτίσω, ούτε να ζήσω ευτυχής, αλλά να εργασθώ, να δράσω, να δημιουργήσω, να κάμω κάτι το αντάξιον ενός ανθρώπου ηθικού και δυνατού…»
Είναι απόσπασμα από ένα γράμμα του Γ. Παπανικολάου, γραμμένο το 1911. Ήταν τότε ένας νέος επιστήμονας, 28 ετών και μέσα από αυτές τις λίγες γραμμές μπορεί να δει κανείς ξεκάθαρα ποιος ήταν ο δρόμος που είχε μόνος χαράξει, ποια και πόση η πίστη και η δύναμη που έκρυβε μέσα του για να τον ακολουθήσει βήμα βήμα ως το τέλος. Αυτή η σιγουριά, αυτή η κάποια έπαρση πως ναι, πρέπει να γίνει κάτι το ξεχωριστό και να ανέβει κάπου ψηλότερα από τους συνηθισμένους διαβάτες της ζωής, για να τους βοηθήσει στην πορεία τους, φαίνεται και σε άλλα παλαιότερα γραφτά του, που η κ. Μαρία Κόκορη, κόρη του αδελφού του, με τόση αγάπη και με περισσή λογοτεχνική χάρη έχει συγκεντρώσει στο θαυμάσιο βιβλίο της «Γεώργιος Παπανικολάου. Μέσα από τη ζωή και το έργο του»:
«…Γιατί έχω μυαλό ανήσυχο, φιλόδοξο, σκληρό που πάντα κάτι θέλει και πάντα με βασανίζει με τις υπερβολικές απαιτήσεις του…» λέει σε κάποιο άλλο γράμμα, σκιαγραφώντας τόσο αδρά τον ίδιο τον εαυτό του. «Ιδεοπαθής» αυτοαποκαλείται κάπου αλλού και έχουμε μπροστά μας αυτόν τον άνθρωπο τον προικισμένο με τη σφραγίδα της δωρεάς και με τη φλόγα της δημιουργίας του που δεν λογαριάζει οποιοδήποτε κόστος που θα μπορούσε να χαμηλώσει το φωτεινό της σπατάλημα.
Από το 1920 η επιστημονική του διαίσθηση είναι σίγουρη για τη διαγνωστική σημασία των κολπικών επιχρισμάτων. Το 1925 μπαίνει σε πρόγραμμα η συστηματική μελέτη αυτών των επιχρισμάτων. «… Η πρώτη παρατήρηση καρκινικών κυττάρων ήταν από τις πιο συγκλονιστικές εμπειρίες της επιστημονικής μου σταδιοδρομίας», γράφει.
Όμως, στη δημοσίευση το 1928, της εργασίας «New Cancer Diagnosis», αντιμετωπίζει την αδιαφορία και την αμφισβήτηση. Δεν πτοείται. Διόλου δεν κλονίζεται η πίστη στην αξία του έργου του. Κι ας καθυστερεί έτσι η έρευνα τουλάχιστον για μια 10ετία. Το ξέρει πως στο τέλος θα δικαιωθεί. Και η εργασία του το 1943 «Διάγνωσις του καρκίνου της μήτρας από το κολπικό υγρό» σηκώνει επιτέλους το βαρύ παραπέτασμα της άγνοιας και δείχνει το νέο λαμπρό δρόμο της πρώιμης διάγνωσης της φοβερής αρρώστειας.
Έτσι καθιερώθηκε η «μέθοδος Παπανικολάου». Το πασίγνωστο Pap test που σιγά σιγά κατέκτησε τεράστιες ιατρικές εφαρμογές. Για να σώσει και να σώζει αναρίθμητες ζωές ανθρώπων.
Δεν είναι καθόλου συνηθισμένη η περίπτωση ανθρώπου που από την πολύ τρυφερή ηλικία ξέρει απόλυτα το τι ζητάει και τόσο αταλάντευτα, αμετακίνητα μπροστά σε οποιαδήποτε αντιξοότητα, αλύγιστα μπροστά στις οποιεσδήποτε Σειρήνες της διαδρομής. Αυτός θα ακολουθήσει το δικό του χαραγμένο πεπρωμένο.

Σήμερα, 53 χρόνια από το θάνατό του, αποθέτουμε ένα λουλούδι θύμησης κι ευγνωμοσύνης στον Επιστήμονα που με το λαμπρό επιστημονικό του άθλο, την ανακάλυψη της πρώιμης διάγνωσης του καρκίνου από την κυτταρολογική εξέταση των ανθρωπίνων εκκρίσεων, έσωσε και σώζει αμέτρητες ζωές κι όλο πλατύτερους ορίζοντες ξανοίγει με καινούργιες προεκτάσεις της μεθόδου.
Όμως αποθέτουμε κι ένα λουλούδι θαυμασμού κι αγάπης στον Άνθρωπο. Τον απλό, τον αδύνατο άνθρωπο με την τραγική του προσωρινότητα, με την πεπερασμένη διάρκεια παρουσίας του, με τη μεταφυσική του αγωνία, με τη λαχτάρα για ζωή που κατόρθωσε να τ’αγνοεί όλα αυτά και να ξεχνιέται μέσα σε μια ονειραίσθηση αιώνιας δημιουργίας και προσφοράς προς το συνάνθρωπο.
«...Η δύναμις που με βιάζει ν’ανέβω σε ανώτερες σφαίρες δράσεως με αποτυφλώνει τόσο ώστε να μη βλέπω ούτε τους κινδύνους ούτε τα εμπόδια…», διαβάζουμε σε άλλο του γράμμα. Και θαυμάζουμε!
Συμπαράσταση στη σκληρή, επίμονη πορεία του η Μουσική. «…Ποτέ δεν θα μπορούσα να αντέξω μια τέτοια σκληρή ζωή δίχως τη μουσική», έλεγε συχνά. Και δεν αποχωρίστηκε το βιολί του.
Ακόμη το διάβασμα, η Φιλοσοφία, η Ποίηση, η Λογοτεχνία, όλες οι εκφάνσεις της πνευματικής ζωής αλλά και κοινωνικά και πολιτικά θέματα ήταν στυλοβάτες στις παροδικές ανθρώπινες φυσιολογικές αδυναμίες του. Είναι τόσο αλληλένδετα αυτά! Ο Πλούταρχος αναφέρει για το σοφό γιατρό Κένταυρο Χείρωνα: «Ο σοφώτερος Χείρων μουσικής τε ων και δικαιοσύνης και ιατρικής διδάσκαλος».
Δεν πρέπει βέβαια ποτέ να ξεχνάμε την ανθρώπινη, αξεπέραστη, ηρωική συμπαράσταση της γυναίκας του Μάχης. Η Μάχη δέχθηκε να ενταχθεί κι αυτή στη ζωή των θυσιών για τον επιστήμονα. Να στερηθεί το δικαίωμα να γίνει μητέρα. Της το είχε ζητήσει κι εκείνη το αποδέχτηκε. Αυτή ήταν η προϋπόθεση για να παντρευτούν. Να υπάρξει ακόμα και αντικείμενο μελέτης των επιστημονικών πειραμάτων του πάνω της. Στο βιβλίο της Μαρίας Κόκορη περιγράφεται τόσο γλαφυρά ο τρόπος που γνώρισε και τη διάλεξε για σύντροφο της ζωής του, με κείνη την καταπληκτική και τόσο έξω από τα συνηθισμένα μέτρα διορατικότητα και προβλεπτικότητά του. Και δεν διαψεύσθηκε.

Τον είπαν το μεγαλύτερο μη Νομπελίστα ερευνητή ιατρό του 20ου αιώνα. Τονίζοντας έτσι περισσότερο πόσο οι ανθρώπινες αναγνωρίσεις και τα βραβεία στέκουν χαμηλότερα από τις πραγματικές αξίες και τους αληθινούς τίτλους μιας πανανθρώπινης προσφοράς.
Όμως, ο Πλάτανος, το δέντρο που είναι φυτεμένο στο Ιατρικό Κέντρο Cornell N.Y. από τον πλάτανο του Ιπποκράτους προς τιμή του Γ. Παπανικολάου, θα θυμίζει πάντα την παγκοσμιότητα του ελληνικού πνεύματος που Εκείνος τόσο τίμησε.
Την ασύνορη πλατειά λεωφόρο όπου πάντα θα υπάρχουν Έλληνες λαμπαδηφόροι να τη διασχίζουν, κομίζοντας το Φως με τη δάδα της Γνώσης άσβηστο στα πέρατα του κόσμου.




Σάββατο 6 Ιουνίου 2015

Κάτω από τη στάχτη…



Λ
οιπόν, είναι κι αυτές οι μνήμες οι πιο απόμακρες, χαμένες στο βάθος του χρόνου, που ξεπροβάλλουν έτσι άξαφνα και απρόσμενα και ξεπετιώνται κάτω από τόνους στάχτης και χώμα λησμονιάς που τις κρατάει αόρατες και καταπλακωμένες… Και να χορεύουν πάνω τους τόσα πολλά πιο πρόσφατα ‘χτες’ και ‘έρωτες’ και ‘μέρες λαμπροφόρετες’ και ‘νύχτες αγρύπνιας’ και ‘ασημένιας μαγείας’ και ‘μέρες δυστυχίας’. Ν’ακολουθείς κιβούρια με δάκρυα να ραίνουν το δρόμο που πατάς. Και πέπλα γάμου, γεννητούρια βλασταριών με συμβόλαια ατράνταχτα για αμέτρητα ‘αύριο’ και ‘πάντα’. Τόσα, τόσα πολλά…
Κι αυτή μια μικρούλα απρόσμενη θύμηση να ξεπετιέται ολόξαφνα απ’την ανυπαρξία της σαν χορταράκι που ξεμυτίζει θαρρετά μέσα από πέτρες και χωμάτινη ένδεια. Ναι. Ξεκρέμαστη θύμηση! Με κείνο το ντενεκεδένιο κουτί… το σκέπασμα του καλά, σφιχτά κλεισμένο για να κρατάει όσο γίνεται τη διαπεραστική οσμή της φορμόλης, να μην μπορεί να βγει από το πατάρι να σκορπίσει και να ρυπάνει τον καθαρό αέρα του σπιτικού της εποχής εκείνης… τόσο αμέτοχης σε καυσαέρια κι αναθυμιάσεις όλων των ειδών. Βάζαμε την ξύλινη σκαλίτσα… κι ανεβαίναμε στο πατάρι, πότε γω, πότε κάποιο από τα άλλα παιδιά, αν ήταν τ’αγόρια κάποιο από αυτά σαν ιππότης, το πατάρι ήταν μικρό και άβολο με τις στίβες των άχρηστων πραγμάτων και σε μιαν άκρη, μόλις ανοίγεις την πόρτα, για να το πιάνεις αμέσως, το ντενεκεδένιο κουτί. Στο δωμάτιο η παρέα περίμενε, παλιές εφημερίδες και χαρτιά στρωμένα, κι ένα τσίγκινο μεγάλο πιάτο (η ‘ευλογία’ του πλαστικού εντελώς άγνωστη). Δυο λαβίδες στο πλάι, όλα μαζί υποδέχονταν το ντενεκέ.
Η Ανατομία ήταν για μένα – και για πολλούς συμφοιτητές – το δυσκολότερο μάθημα. Το μόνο στο οποίο είχα ‘κοπεί’ στην πρώτη εξεταστική περίοδο. Κι ο αθεόφοβος σαδιστής καθηγητής με τα τρομερά κατεβαστά γυαλιά στη μύτη, μού είχε βάλει για βαθμό 4.5. Σκέτη ειρωνεία αφού η βάση ήταν το 5.0 και τόση αγωνία για τη δεύτερη εξεταστική που θαρχόταν σε λίγο.
Ο Βασίλης Π. ήταν ένα πολύ γλυκό μελαχρινό αγόρι – θυμάμαι, έρχεται στ’αυτιά μου μαζί με τα παλιά κι εκείνο το χαρούμενο, καμπανιστό, ανοιχτόκαρδο γέλιο του. προχωρημένος φοιτητής στο 5ο έτος της Ιατρικής και πολύξερος, εργαζόταν και σαν βοηθός πλάι στον Ιατροδικαστή Μ. για να βγάλει κάποιο χαρτζιλίκι. Δύσκολοι καιροί και η μόνη αφθονία… των πτωμάτων.
Αδιαχώρητο στο νεκροτομείο. Όσο πια με κείνη την ατέλειωτη μακριά αίθουσα του ανατομείου, κάθε μαρμάρινος πάγκος κι από ένα ‘πρώην’ ανθρώπινο πλάσμα που είχαν σκοτώσει η πείνα, οι κακουχίες, οι αρρώστιες, οι κακοποιήσεις του εχθρού. Η ανθρώπινη ζωή σε τραγική ευτέλεια. Όμως οι υποψήφιοι γιατροί έπρεπε να εκπαιδευτούν!
Ο Βασίλης μάς έκανε ένα μικρό φροντιστήριο. Είχε λυπηθεί την αγωνία μου για το δύσκολο μάθημα. Ήθελε να μάς βάλει τέτοιες γνώσεις στο μυαλό έτσι, να μην βγαίνουν ούτε μπροστά στο πιο άγριο ως απάνθρωπο βλέμμα του μισητού καθηγητή.
Έφτιαξε λοιπόν ένα ‘παρασκεύασμα’ από έναν ανθρώπινο εγκέφαλο που ξέκλεψε από τα αζήτητα – τόσα πολλά τότε του νεκροτομείου. Πιο πολλά ήταν τα πτώματα από τα δυσεύρετα πολύτιμα λάχανα στην αγορά. Ωραία διατηρημένο μέσα σε μπόλικη φορμόλη (μπορεί να διατηρηθεί και για μήνες, μάς είπε, όμως εμείς θα βιαστούμε. Να βιαστείτε, να προσέχετε για να τα δούμε όλα. Να τελειώνουμε μ’αυτό το δύσκολο κεφάλαιο της Ανατομίας…)
Πότε τρία, πότε τέσσερα, πότε πέντε παιδιά μαζευόμασταν στο μικρό δωμάτιο του δικού μου σπιτιού, δίπλα στο ‘μέρος’ (όπως λέγαμε την τουαλέτα). Ανοίγαμε το ταλαιπωρημένο κουτί, η φορμόλη μάς φλόμωνε. Ο Βασίλης έπιανε προσεκτικά με τις λαβίδες – τα χέρια του σε μιαν αέρινη κίνηση – το ωχροκίτρινο μαλακό ανθρώπινο κομμάτι, το έβαζε πάνω στο τσίγκινο πιάτο κι άρχιζε το μάθημα. Μάς έδειχνε και την παραμικρή λεπτομέρεια. Οι λοβοί… οι σχισμές… οι έλικες, τα επάρματα, η πληκτραία σχισμή, οι κοιλίες, η παρεγκεφαλίτιδα… Ένα ένα καθαρά ιδωμένα. Τέτοιο ξάστερο μάθημα δεν ματάκανα ποτέ στη ζωή μου. Εκτός κι από τα οστά που κι αυτά υπήρχαν σ’ένα χαρτονένιο κουτί στο πατάρι, προς μεγάλη στεναχώρια της καημένης της μαμάς μου που τι να κάνει, ας έβλεπε την κόρη της γιατρό… και χαλάλι!
Ο δάσκαλος Βασίλης μάς έδειχνε, ακούγαμε, μάς ρωτούσε, απαντούσαμε με τα μάτια πάντα στο ‘αντικείμενο’… Θυμάμαι κάποια φορά ο Λώλος (χαϊδευτικό του Γιώργου) τόσο χαριτωμένο παιδί συνοδοιπόρος – συμφοιτητής (χάθηκε κι αυτός τόσο νωρίς) που ξαφνικά σαν κάτι να τον μελαγχόλησε… Του άλλαξε τη διάθεση, κι ας είχαμε τόσο συνηθίσει στη θέα του μακάβριου κουτιού. «Για σταθείτε βρε παιδιά», είπε. «Ερχόμαστε εδώ τόσες μέρες, να πασπατέψουμε τα μυαλά αυτού του ταλαίπωρου ανθρώπινου πλάσματος… αναρωτηθήκαμε ποτέ ποιος, ποια, τι υπήρξε; Το ξέρετε πως το φάντασμά του, η ψυχή του μπορεί να περιπλανιέται τώρα δα, εδώ, ανάμεσά μας; Και θάχει τόσο δίκιο να μας οικτίρει για την αναισθησία μας!
Ψευτοχαμογελάσαμε είναι η αλήθεια. Μέσα μας σαν κάποια ανησυχία, κάποιες τύψεις. «Τι να κάνουμε;», είπα σιγά. «Να του ανάψουμε ένα κερί στην εκκλησία, να τον σκεφτούμε. Τι άλλο;»
«Τι μπορούμε να κάνουμε; Να τον μνημονεύουμε!», είπε η Μαίρη.
«Ελάτε, εμπρός!», είπε βιαστικά ο Βασίλης. «Όχι άλλο χάσιμο χρόνου… οι συναισθηματισμοί για μετά! Μεθαύριο τελειώνουμε… Δεν παίρνει άλλο. Τι να πω εγώ μ’αυτά που ζω και βλέπω στο νεκροτομείο μέρα νύχτα; Με σκέφτεστε εμένα;»
«Μεθαύριο» τελειώσαμε… Είχαμε εξερευνήσει πια κάθε γωνιά του φτωχού εγκεφάλου… Σαΐνια πια όλοι, ο Βασίλης έδειχνε με τη λαβίδα απαλά… (Το ‘παρασκεύασμα’ όλο και διαλυόταν και φύραινε σιγά σιγά). «Τι είναι;», ρωτούσε σιωπηλά πολλές φορές. Κι εμείς απαντούσαμε αμέσως με τη σειρά μας. Αλάθευτα.
Προσωπικά είχα εξασφαλίσει το 9άρι στην εξέταση για τούτη τη φορά. Όχι, καθόλου δεν πτοήθηκα από τον κίνδυνο των κατεβαστών γυαλιών και την κατσουφιασμένη φάτσα του κ. καθηγητή.
Ένα μεγάλο ‘ευχαριστώ’ στο Βασίλη. «Και τώρα; Τι θα τον κάνουμε;», είπε ξαφνικά ο Λώλος δείχνοντας το φτωχό μας σύντροφο πάνω στο πιάτο.
«Να πάμε κάπου να τον θάψουμε», είπε η Αφρούλα. Ο Βασίλης ετοιμαζόταν βιαστικός.
«Όχι παιδιά, όχι», είπε σοβαρά. «Θα το πάρω πίσω όπως το έφερα. Υπάρχει κλίβανος… όπου πηγαίνουν ‘όλ’αυτά’…»
Έτσι τελείωσαν ‘όλ’αυτά’. Κι η θύμηση του που θα υπάρχει όσο κι ο δικός μου εγκέφαλος, κουκουλώθηκε πάλι περήφανη και καρτερική κάτω από τη στάχτη της λησμονιάς…