Φωτογραφίες από τα βιβλία μου και την 'Αμυγδαλιά'

Όλα τα βιβλία της Τ. Μπούτου, επιλεγμένα τεύχη από τα Πειραϊκά Γράμματα, θεατρικές παραστάσεις, εκδηλώσεις, βραβεύσεις κ.α

.

.

.

Μικρό απόσπασμα από το νέο μου βιβλίο «Η Κίνα του 1978, Το μεγάλο ταξίδι της ζωής μου», από τις εκδόσεις Vivliologia (2015)

Κριτικές και αναφορές στο έργο της Τούλας Μπούτου

δείτε κι άλλες κριτικές εδώ

.

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

ΜΕ ΤΟΝ ΓΕΩΡΓΙΟ ΔΡΟΣΙΝΗ - ΣΤ’ΑΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ




ΜΕ  ΤΟΝ  ΓΕΩΡΓΙΟ ΔΡΟΣΙΝΗ
ΣΤ’ΑΧΝΑΡΙΑ  ΤΟΥ  ΧΡΟΝΟΥ


Τ

ο 1878 – 79 ήταν μια χρονιά που έπαιξε ρόλο στην πορεία και την τύχη της Ελληνικής Λογοτεχνίας. Ήταν η εποχή που καταφθάνουν στην Ελλάδα από την Κωνσταντινούπολη δυο νέοι άνθρωποι, δυο λαμπερά προοδευτικά πνεύματα. Ο Κλεάνθης Τριανταφύλλου κι ο Βλάσης Γαβριηλίδης. Γεμάτοι φιλοδοξίες και όνειρα εκδίδουν δυο πρωτοποριακά για την εποχή τους περιοδικά, το Μη χάνεσαι και τον Ραμπαγά, ένα δισεβδομαδιαίο περιοδικό που είχε πάρει τον τίτλο του από μια κωμωδία του Σαρντού (σε μετάφραση Λεονάρδου) και σήμαινε  -σε ελεύθερη μετάφραση – τον «μάγκα», τον «τυχοδιώκτη», τον «άνθρωπο χωρίς πολλές αναστολές και δισταγμούς».
Εκείνη την εποχή μεσορανούσε στην Ελλάδα η Παλιά Αθηναϊκή Σχολή. Με την αυστηρή, δύσκαμπτη καθαρεύουσα σαν γλώσσα, με τον άκρατο ρομαντισμό, την αρχαιολατρεία, με την ροπή σε θηριωδίες, κλαυθμούς και οδυρμούς για θανάτους και χωρισμούς εραστών. Αυτά είχαν πέρα για πέρα επικρατήσει στη λογοτεχνία, που τόσο παράξενα είχε απομακρυνθεί από το άστρο –μόλις 50 χρόνια πριν – ενός Σολωμού, από τα παραδείγματα της Ιονικής Σχολής, από τη ζωντάνια των δημοτικών μας τραγουδιών. Φαίνεται πως η Ευρωπαϊκή ρομαντική Σχολή, επηρεάζοντας πρώτα τους Φαναριώτες, αυτή την λέξη των μορφωμένων ανθρώπων γύρω στο Φανάρι της Πόλης μεταδόθηκε στη συνέχεια σαν επιδημία και στην Ελλάδα μπολιάζοντας την Ελληνική Λογοτεχνία με τον σχολαστικισμό της.
Έτσι, ο Ραμπαγάς με τους συνεργάτες του φέρνει ένα καινούργιο ζωογόνο αεράκι στα γράμματα. Από τους πρώτους συνεργάτες κι ο Γ. Δροσίνης που με το ψευδώνυμο «αράχνη» αρχίζει να στέλνει τους δροσερούς του στίχους που γίνονται αμέσως πολύ ευχάριστα δεκτοί από τους αναγνώστες. Ακολουθεί ο νεαρός Κ. Παλαμάς, που υπογράφει ως Kochtis, κι ο Ν. Καμπάς. Οι «ρομαντικοί» από την άλλη, με αρχηγό τον Αχιλλέα Παράσχο, νιώθουν πως απειλείται η απόλυτη κυριαρχία τους. Εκδίδουν σαν αντίβαρο το περιοδικό Μπάκακας για να ειρωνευτούν τους νεοεκκολαπτόμενους ποιητές, τα «παιδαρέλλια», όπως γράφει ο Αχ. Παράσχος, που «όποιος γυρίσει και τα ιδεί ξεραίνετ’απ’τα γέλια!». Όμως ο δρόμος της Αλλαγής δεν γυρίζει πια πίσω.
Ο Νίκος Πολίτης με το Λαογραφικό του κίνημα έπαιξε κι αυτός βασικό ρόλο για τη δημιουργία της ΝΕΑΣ ΑΘΗΝΑΪΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ. Ο Δροσίνης τον αποκαλεί «Προφήτη, Μάγο και Οδηγό». Κι ο Κ. Παλαμάς μας πληροφορεί πως οι φοιτητικές συλλογές «Ειδύλλια» που ήταν από τις πρώτες του Δροσίνη και τα «Τραγούδια της Πατρίδος μου», η δική του, γράφτηκαν κάτω από τα διδάγματα και την επίδραση του Ν. Πολίτη, που ήταν τότε τακτικός συνεργάτης της Εστίας και βοηθούσε πολύ στο πλάσιμο των νέων ταλέντων.
Έτσι άνοιξαν και οι πύλες αυτού του τόσο δύσκολου σε προσπέλαση λογοτεχνικού περιοδικού, πρώτα για το Δροσίνη και στη συνέχεια για τον Παλαμά. Ο Δροσίνης στέλνει συνεργασίες του και από τη Λειψία όπου σπουδάζει Ιστορία της Τέχνης πάλι με προτροπή του Ν. Πολίτη. Και το 1889 γυρίζοντας από τη Λειψία (χωρίς να τελειώσει τις σπουδές του) θα πάρει στα δικά του χέρια από τον Κάσδαγλη τη φροντίδα της Εστίας, κι αφού την μετατρέψει σε καθημερινή εφημερίδα θα την παραχωρήσει στον Άδωνη Κύρου.
Όπως αναφέρθηκε, ο Δ. ήταν μια πολύπλευρη, πολύμορφη προσωπικότης. Ένας άνθρωπος πολύ ζωντανός, κοινωνικός, ανήσυχος, προοδευτικός, Ελληνολάτρης, φυσιολάτρης. Όμως, πάνω απ’όλα, ήταν γεννημένος Ποιητής. Από τα εφηβικά του χρόνια συγκινείται πρώτα από στίχους του Heine και του Alfred de Mysset, τους μεταφράζει, προσπαθεί να τους μιμηθεί γράφοντας βέβαια στην καθαρή καθαρεύουσα στην αρχή. Γρήγορα όμως βρίσκει τα δικά του μονοπάτια, που τον οδηγούν κοντά στην Ελληνική Φύση για να συναντήσει την έμπνευση για τα έργα του. Εκεί στον «Πύργο», όπως τον έλεγε, στο κτήμα του πατέρα του στις Γούβες της Εύβοιας θα ζήσει μαγεμένος πολύ κοντά στην αγροτική ζωή και θα αρχίσει να γράφει. «Οι χιλιάδες στίχοι», λέει ο Σπύρος Παναγιωτόπουλος (στο βιβλίο Άνθρωποι καιροί και τόποι, 1964) «είναι ισάριθμες, σχεδόν ποιητικές εικόνες θησαυρισμένες όλες από την ομορφιά και τον πλούτο, από τις παραδόσεις και τις εκδηλώσεις της νεοελληνικής ζωής. Και η γλώσσα του μια ολοζώντανη δημοτική γλώσσα με προσεκτικό σμίλευμα του στίχου χωρίς ακρότητες».
Το 1880 εκδίδει την πρώτη συλλογή Ιστοί αράχνης. Το 1881 τους Σταλακτίτες. Ακολουθούν 12 ποιητικές συλλογές: Ειδύλλια, Γαλήνη, Φωτερά Σκοτάδια, Αλκυονίδες, Πύρινη Ρομφαία, Είπε (όπου υπάρχει πολλή μεταφραστική δουλειά του), Κλειστά Βλέφαρα, Θα βραδυάζει, Σπίθες στη στάχτη, Φευγάτα χελιδόνια, Άνθη αμυγδαλιάς (με ανέκδοτα ποιήματα).
Η ποίηση είναι συνυφασμένη με την ίδια τη ζωή του, τραγουδά ακόμη και τ’αγέννητα τραγούδια του.
Τ’άπλαστα και τ’αγέννητα τραγούδια ολόγυρά μου
τα νοιώθω κάποιες νύχτες μες στ’άπειρο γραφτά.
Πνίγουν τους πόνους, τις χαρές, τους πόθους, τα όνειρά μου
και της ζωής τον κόσμο γεμίζουν μου μ’αυτά
Τ’ακούω σαν κελαηδήματα, τα βλέπω σαν αστέρια
Σαν άνθη τ’ανασαίνω, τα πίνω σα νερό.
Περνούν χαδιάρικα απαλά την όψη μου σα χέρια
και φτάνουν στη ψυχή μου σα μήνυμα ιερό.

Πολλά ποιήματά του είναι γεννήματα πάθους και εσωτερικού κραδασμού. Πάντα όμως δοσμένα με απέραντη ευγένεια και λεπτότητα. Είναι όμως και φορές που γίνεται μεγαλόστομος, ορμητικός, μ’ένα άλλο πάθος γεννημένο από την πατριδολατρεία του. Είναι ένα ποίημα που όλοι γνωρίζουμε. Για τους μεγαλύτερους έχει οπωσδήποτε δεθεί με τη σχολική τους ώρα, που πρέπει να θυμόμαστε και να επιστρέφουμε καμιά φορά. Πάντα μ’ένα ευφρόσυνο συναίσθημα. Ένα ποίημα που αγαπήθηκε πολύ και από πολλούς.

Χώμα Ελληνικό

Τώρα πο θ φύγω κα θ πάω στ ξένα,
κα
θ ζομε μνες, χρόνους χωρισμένοι,
φησε ν πάρω κάτι κι π σένα,
γαλαν
πατρίδα, πολυαγαπημένη.
φησε μαζί μου φυλαχτ ν πάρω,
γι
τν κάθε λύπη, κάθε τί κακό,
φυλαχτ
π' ρρώστεια, φυλαχτ π Χάρο,
μόνο λίγο χ
μα, χμα λληνικό!

Χ
μα δροσισμένο μ νυχτις γέρι,
χ
μα βαφτισμένο μ βροχ το Μάη,
χ
μα μυρισμένο π' τ καλοκαίρι,
χ
μα ελογημένο, χμα πο γεννάει
μόνο μ
τς Πούλιας τν οράνια χάρη,
μόνο μ
το λιου τ θερμ φιλιά,
τ
μοσχάτο κλμα, τ ξανθ σιτάρι,
τ
χλωρ τ δάφνη, τν πικρν λιά!

Χ
μα τιμημένο, πχουν νασκάψει
γι
ν θεμελιώσουν ναν Παρθενώνα,
χ
μα δοξασμένο, πχουν ροδοβάψει
α
ματα στ Σούλι κα στ Μαραθώνα,
χ
μα πόχει θάψει λείψαν' γιασμένα
π' τ Μεσολόγγι κι π τ Ψαρά,
χ
μα πο θ φέρνη στν μικρν μένα
θάρρος, περηφάνια, δόξα κα
χαρά!
Θ
ν σ κρεμάσω φυλαχτ στ στήθια
κι
ταν καρδιά μου φυλαχτ σ βάλη
π σ θ παίρνη δύναμη βοήθεια
μ
ν τν ξεπλανέσουν λλα ξένα κάλλη.
δική σου χάρη θ μ δυναμώνη
κι
που κι ν γυρίσω κι που κι ν σταθ,
σ
θ ν μο δίνης μι λαχτάρα μόνη:
Πότε στ
ν λλάδα πίσω θεναρθ!

Κι
ν τ ριζικό μου - ρημο κα μαρο -
μο
' γράψε ν φύγω κα ν μ γυρίσω,
τ
στερν συχώριο ες σένα θάβρω,
τ
στερν φιλί μου θ ν σο χαρίσω!
τσι, κι ν σ ξένα χώματα πεθάνω,
κα
τ ξένο μνμα θάναι πι γλυκ
σ
θαφτς μαζί μου, στν καρδιά μου πάνω,
χ
μα γαπημένο, χμα λληνικό!

Ο Δροσίνης πίστευε πως το Ελληνικό έργο Τέχνης πρέπει να στραφεί αποκλειστικά γύρω από την Ελληνική Ζωή και Φύση. Ελληνολάτρης χωρίς να είναι μαχητικός, επιθυμούσε να τον συγκαταλέγουν στους «Εθνικούς Ποιητές» μας. Λέει σε μια συνέντευξη προς τον Λουκά Δαράκη, όπου είχαν απαντήσει 34 προσωπικότητες στο θέμα ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΗ ΖΩΗ:
«Θεωρούν Εθνικό Ποιητή αυτόν που γράφει πολεμικά τραγούδια. Γι’αυτό και το δικό μου έργο είναι παρεξηγημένο, ενώ αποτελεί έναν ύμνο της Ελλάδας. Είναι Εθνικό σύμφωνα με τη δική μου αντίληψη, που βλέπει και συμπεριλαμβάνει ως Εθνικό κάθε τι Ελληνικό κι ωραίο, το χωράφι, το αλέτρι, τη θάλασσα, τον ουρανό, το δάσος, τη ζωή των ανθρώπων μέσα σ’αυτές τις ομορφιές».
Αυτή η στενή επαφή του με τη ζωή και τη φύση τον προίκισε μ’ένα χαρακτήρα αισιόδοξο, φωτεινό, που μπορούσε να βρίσκει διεξόδους προς τη χαρά και το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης, χωρίς να περιπλέκεται σε σκοτεινά μονοπάτια στείρου προβληματισμού. Έτσι απλά, όπως το λέει σ’ένα μικρό του ποίημα (από τα Κλειστά Βλέφαρα)

Με το ξημέρωμα της νιότης κίνησα
για της ζωής τη χερσωμένη χώρα
Τον χέρσο αγρό μου όργωσα, έσπειρα και θέρισα
και με το βράδιασμα γυρίζω τώρα…
Πονεμένο το κορμί μου από τον κάματο
Λυγισμένα τα γόνατά μου, η όψη
φρυγμένη απ’τα λιοπύρια κι ανεμόδαρτη
Τα χέρια μου το δρεπάνι έχει κόψει…
Μα πάνω απ’όλα ψηλά, κι αλύγιστο
προς τ’άστρα αναστηλώνω το κεφάλι
κρατώντας – θεϊκή ευλογία των κόπων μου
δεμάτι χρυσά στάχυα στην αγκάλη

Θυμίζει τον στίχο του μεγάλου μας Σεφέρη:
Έτσι απλά, να μου δοθεί αυτή η χάρη…

Κι η μεταφυσική αγωνία και προβληματισμός πάνω σ’αυτό το θέμα, ήμερος κι αυτός με μια φιλοσοφική παραδοχή. Γιατί η Πίστη του στη θρησκεία και στους σκοπούς της ζωής, ήμερη κι αβασάνιστη κι αυτή.
Πίστη έχεις όταν κάποιο σου όνειρο
το βάζεις στη ψυχή σου τάμα.
Κι αν τ’όνειρό σου είναι αδύνατο,
Προσμένεις να γενεί το θάμα!

Ένα ωραιότατο ποίημά του, είναι το Τι λοιπόν!, όπου ο ποιητής αναρωτιέται για το μυστήριο της ζωής και του θανάτου όπως σε κάποιες στιγμές της ύπαρξής του έχει αναρωτηθεί ο καθένας μας με το δικό του τρόπο.

Τι λοιπόν; Της ζωής μας το σύνορο
θα το δείχνει ένα ορθό κυπαρίσσι;
Κι απ' ό,τι είδαμε, ακούσαμε, αγγίξαμε
τάφου γη θα μας έχει χωρίσει;

Ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε,
τούτο μόνο Ζωή μας το λέμε;
Κι αυτό τρέμουμε μήπως το χάσουμε
και χαμένο στους τάφους το κλαίμε;

Σ' ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε
της ζωής μας ο κόσμος τελειώνει;
Τίποτε άλλο; Στερνό μας απόρριμα
το κορμί που σκορπιέται και λιώνει;
Κάτι ανέγγιχτο, ανάκουστο, αθώρητο
μήπως κάτω απ' τους τάφους ανθίζει
κι ό,τι μέσα μας κρύβεται αγνώριστο
μήπως πέρ' απ' το θάνατο αρχίζει;

Μήπως ό,τι θαρρούμε βασίλεμα
γλυκοχάραμ' αυγής είναι πέρα
κι αντί να 'ρθει μια νύχτ' αξημέρωτη
ξημερώνει μι' αβράδιαστη μέρα;

Μήπως είν' η αλήθεια στο θάνατο
κι η ζωή μήπως κρύβει την πλάνη;
Ό,τι λέμε πως ζει μήπως πέθανε
κι είν' αθάνατο ό,τι έχει πεθάνει;

Η προσφορά του στην αναβίωση του Δημοτικού Τραγουδιού αξιοπρόσεκτη κι αυτή. Υπάρχουν φορές που δεν μπορείς να ξεχωρίσεις ένα 15σύλλαβο του Δροσίνη από ένα αυθεντικό Δημοτικό. Ο Ιωάν. Καλλιτσουνάκης αναφέρει (Ελληνική Δημιουργία, τ. 44) πως κάποιοι τέτοιοι στίχοι του Δροσίνη εξελήφθησαν ως Δημοτικά και καταχωρήθησαν σε τέτοια συλλογή, όπως το δίστιχο
Ροδοντυμένη αγάπη μου, τ’αηδόνια άμα σε δούνε
θαρρούν πως ήρθ’η άνοιξη και γλυκοτραγουδούνε

Και το μοιρολόι της Όμορφης στέκει ισάξιο με το δημοτικό του νεκρού αδελφού. Το βιβλίο αυτό είναι ένα από τα πιο αγαπημένα του, εκδόθηκε το 1927. Αφορούσε σε μια ιστορία που την έζησε ο ίδιος. Ήταν ένας αγνός, ρομαντικός έρωτας στα 18 του χρόνια με μια χωριατοπούλα, κάτοικο των Γουβών, που ο γάμος της μ’έναν πλούσιο κτηματία την πήρε μακριά, στην πρωτεύουσα, την Ιστιαία, όπου το σκληρό περιβάλλον την έφερε στον τάφο.Ο Ελ. Βενιζέλος διαβάζοντάς το, το είχε χαρακτηρίσει ως το «ωραιότερο Ελληνικό ποίημα».
Η ποίησή του για παιδιά είναι ένα άλλο κεφάλαιο. Πόσα αναγνωστικά δεν έκλειναν μέσα τους ποιήματα για μαθητές. «Ο Γ. Δροσίνης ήταν ένας χρήσιμος ποιητής», θα πει ο Σπ. Παναγιωτόπουλος.
Ποίηση που μελοποιήθηκε από μουσουργούς, όπως ο Λαυράγκας, ο Νεζερίτης, ο Καλομοίρης, ο Πετρίδης και που ακόμα μπορούν να τραγουδηθούν, όπως η αθάνατη Αμυγδαλιά του, αυτό το ποίημα που τόση ζωή και διάρκεια έκλεινε μέσα στους απλούς του στίχους και που ο συνθέτης –όπως ο ίδιος ο ποιητής τονίζει στα Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου – έμεινε για πάντα άγνωστος, λες και τη μουσική τη γέννησε το ίδιο το ποίημα.
Με τους νέους και τα παιδιά είχε πάντα μια ιδιαίτερη σχέση. Είναι γνωστή η ιστορία της μικρής Βεατρίκης Κώττα που το 1924 διαβάζοντας το ποίημα του Δροσίνη Πύρινη Ρομφαία για το άγαλμα της ξενιτεμένης θεάς Αφροδίτης, συγκινήθηκε τόσο που το φύλαξε ευλαβικά και σε κάποιο ταξίδι με τους γονείς της στο Παρίσι, στο Λούβρο, το τοποθέτησε μυστικά, σαν ανάθημα, κάτω από το βάθρο του αγάλματος. Μετά από 12 ολόκληρα χρόνια, σε κάποιες εργασίες στο Μουσείο, το χαρτί με το ποίημα και δυο λόγια της μικρής, βρέθηκε. Η είδηση έφτασε ως τον ποιητή που με περίσσεια συγκίνηση ζήτησε να γνωρίσει τη νεαρή πια κοπέλα που τόσο όμορφα απαθανάτισε ένα του έργο και να μιλήσουν γι’αυτό.
Το ποίημα Ω, θεά ξενιτεμένη έτσι τελείωνε
Ω! να πατούσες πάλι της πατρίδος σου,
Τα κυματόδεντρα λευκά χαλίκια,
Κι ένα στεφάνι απ’ ανθισμένες κάπαρες,
Κι ένα στρωσίδι από βρεγμένα φύκια!
Ω! κι από κάποιο θάμα τα δύο χέρια σου,
Πανώρια, ακέρια ν’ άπλωνες πάλι
Τα χέρια σου, που σε ξένον τόπο αν σου’ λειπαν
Δεν είχαν τι να σφίξουν στην αγκάλη.

Ο Δροσίνης είναι, όπως ήδη αναφέρθηκε, ερωτικός ποιητής. Ερωτικά ποιήματα έγραφε μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ακόμα υπάρχουν κι ανέκδοτα, που ο Σπ. Παναγιωτόπουλος εξέφρασε κάποια απορία. «Είναι περίεργο», λέει «που είναι όλα ερωτικά».
Όμως είναι γεγονός πως εκεί, στην Κηφισιά, ο Γ. Δροσίνης έζησε στα 70 χρόνια του έναν ρομαντικό έρωτα με την Καίτη Βιθυνού, μια γειτονοπούλα του, νεαρή κοπέλα και γι’αυτήν έγραψε κι αυτή τα συμπεριέλαβε στο βιβλίο της Ο ποιητής και η Μνήμη, που εκδόθηκε μετά το θάνατό του.

Ο Κ. Θ. Δημαράς προλογίζοντας αυτό το βιβλίο που εκδόθηκε από το Σύλλογο προς διάδοση ωφελίμων βιβλίων, γράφει: «Η οφειλή μας είναι μεγάλη και ποικίλει. Βέβαια προέχει η ποίηση, εύκολη, καθαρή, απομνημονεύεται αμέσως και μένει ύστερα σταθερό συστατικό του εσωτερικού μας πλούτου έτοιμο σε κάθε στιγμή να διανθίσει τη συνείδησή μας, τη σκέψη μας, το λόγο μας».
 Και τελειώνοντας τον πρόλογο ονομάζει τον Κ. Παλαμά και τον Γ. Δροσίνη «Δημιουργούς της Νέας μας Παιδείας».
Η ταπεινοφροσύνη κι η πνευματική ωριμότητα του Δροσίνη θα βρούνε την υπέρτατη έκφρασή τους στην ποιητική απάντηση προς τον Παλαμά, στο ποίημα που εκείνος του αφιέρωσε κι αρχίζει έτσι:
Πως αλλιώς να σε πω; Ο συνοδοιπόρος, Χαίρε!
Ο πιο γερός, ο πιο παληός
για τ’ανέβασμα στου τραγουδιού τ’Άγιον Όρος…

κι ο Γ. Δροσίνης:
Συνοδοιπόροι ναι, μαζί κινήσαμε
στης Τέχνης το γλυκοξημέρωμα — όμως
με του καιρού το πέρασμα, χαράχτηκε
του καθενός μας χωριστός ο δρόμος:

Εσύ το Ωραίο μες στα μεγάλα ζήτησες
κι' εγώ στα ταπεινά κι' αποριμένα,
και δούλεψες το μπρούντζο και το μάρμαρο
κι' άφησες τον πηλό της γης σ' εμένα.

Στις αλπικές χιονοκορφές ανέβηκες
και στάθηκα στις λιόφωτες ραχούλες'
αρχόντισσες και ρήγισσες οι Μούσες σου
κι' εμένα ψαροπούλες και βοσκούλες.

Εσύ στης δάφνης τ' ακροκλώναρα άπλωσες
κι εγώ σε κάθε χόρτο και βοτάνι'
στεφάνι έχεις φορέσει από δαφνόφυλλα -
λίγο θυμάρι του βουνού μου φτάνει.

Πως βλέπετε το Εθνικό μας Μέλλον; τον είχε ρωτήσει σε κείνη τη συνέντευξη, ο Λουκάς Δαράκης
«Οπωσδήποτε πιστεύω πως δεν θα χαθούμε! Είμαι πάντα αισιόδοξος!», απάντησε ο ποιητής. «Μπορεί να περάσουμε πολλές και μεγάλες ταλαιπωρίες, αλλά πάντα θα επιζούμε. Το παρελθόν μας θ’αποτελεί πάντοτε το μεγάλο όπλο για το μέλλον μας!»
Ας τα θυμόμαστε τα λόγια του ποιητή μας και ας είναι και για μας ένα «Πιστεύω».


Τούλα Μπούτου
Ιατρός αναισθησιολόγος - λογοτέχνις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου